θήκη

θήκη
θήκη, ης, ἡgener. ‘receptacle’ (Aeschyl., Hdt.+; ins, pap, LXX; En 17:3; Test12Patr; JosAs, Joseph., Ar. 4, 3; loanw. in rabb.).
grave (Trag., Hdt. et al.; SIG 1233, 1; POxy 1188, 4; 21 [13 A.D.]; PGM 4, 2215; Jos., Ant. 8, 264; 16, 181; Ar. 4, 3) 1 Cl 50:4.
sheath for a sword (Posidon.: 87 Fgm. 15, 1 Jac.; Pollux 10, 144; PPetr III, 140a, 4; Jos., Ant. 7, 284) J 18:11.—DELG (w. some relation to the root of τίθημι). M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θήκη — case fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήκῃ — θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήκη — η 1. σκεύος για τη φύλαξη κάποιου αντικειμένου: Θήκη εργαλείων. – Θήκη πιστολιού. – Θήκη για τα γυαλιά κτλ. 2. θηκάρι: Θήκη του ξίφους. 3. συνθετικό πολλών λέξεων: Βιβλιοθήκη, πιατοθήκη, τσιγαροθήκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • θήκη συνόλου — (Μαθημ.).Το σύνολο των σημείων επαφής ενός συνόλου ΑΠ (σύνολο των πραγματικών αριθμών). Ένα σημείο ξ της ευθείας των πραγματικών αριθμών ονομάζεται σημείο επαφής του συνόλου Α τότε και μόνο τότε αν για κάθε ε>0 υπάρχει ένα Χ∈Α με… …   Dictionary of Greek

  • μυελίνης, θήκη — Λιπώδες κάλυμμα που περιέχει προστασία και ηλεκτρική μόνωση γύρω από τις ίνες αγωγιμότητας των νευρικών κυττάρων …   Dictionary of Greek

  • θηκιάζω — [θήκη] τοποθετώ πράγματα μέσα σε θήκη, σκεύος ή κιβώτιο («θηκιάζω τα ρούχα») …   Dictionary of Greek

  • θήκηι — θήκῃ , θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηκῶν — θήκη case fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θῆκαι — θήκη case fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήκαις — θήκη case fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”